- υδατόχρους
- -ουν / ὑδατόχρους, -ουν, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ὑδατόχροος, -οον, Α(λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τού νερού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -χρους / -χρόος (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. υαλό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.